1 ἐπιγεΐζω
ψυχὴ ἀνθρωπευομένη καὶ ἄλλως ἐπιγεΐζουσα Herm.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγεΐζω